περικλειστικός

περικλειστικός
περι-κλειστικός, ή, όν, zum Umschließen geeignet

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περικλειστικός — able to enclose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλειστικός — ή, όν, Α [περικλείω] ικανός ή επιτήδειος για περίκλειση, αυτός που μπορεί να περικλείσει, να περιλάβει κάτι («ὁ κύκλος περικλειστικὸς παντὸς πολυγώνου σχήματος», Ιάμβλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”